- αδιεκπεραίωτος
- -η, -ο [διεκπεραιώνω]1. αυτός που δεν διεκπεραιώθηκε, που δεν έφτασε στο τέλος τής διαδικασίας του2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διεκπεραιωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιεκπεραίωτος — η, ο 1. αυτός που δε διεκπεραιώθηκε, δεν περατώθηκε: Η δουλειά έμεινε αδιεκπεραίωτη. 2. εκείνος που δεν καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο διεκπεραίωσης (δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας): Το έγγραφο ξεχάστηκε αδιεκπεραίωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)